Τα θηλυκά:
Τα θηλυκά με τα μικρά ζουν σε ομάδες (κοπάδια), οι οποίες συνήθως αποτελούνται από 5 έως 15 άτομα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να φτάσουν ακόμα και τα 40 με 50 ζώα. Βασικό ρόλο στο κοπάδι παίζει το τρίπτυχο «γιαγιά- μητέρα- κόρη». Αρχηγός του κοπαδιού είναι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο έμπειρα θηλυκά. Τα μέλη του κοπαδιού είναι «υποχρεωμένα» να ακολουθούν αυστηρούς κανόνες ιεραρχίας, όπου τα πιο «αδικημένα» είναι τα νεαρά ζώα. Σε περίπτωση κινδύνου η αρχηγός του κοπαδιού ή κάποιο άλλο έμπειρο ζώο, βγάζει ένα χαρακτηριστικό ήχο, σαν σφύριγμα, ειδοποιώντας τα άλλα για την παρουσία απειλής. Τα θηλυκά παραμένουν στο κοπάδι της μητέρας τους, συνήθως για ολόκληρη τη ζωή τους.
Τα αρσενικά:
Τα αρσενικά ζουν μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες με πολύ χαλαρή συνοχή, εκτός από την περίοδο του ζευγαρώματος, κατά τη διάρκεια της οποίας για ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα θα «παίξουν» το ρόλο του αρχηγού σε ένα κοπάδι θηλυκών. Τα αρσενικά αφήνουν το κοπάδι της μητέρας τους σε ηλικία ενός με δύο χρόνων και περιπλανώνται έως ότου εγκατασταθούν μόνιμα σε μια δικιά τους περιοχή (επικράτεια), πράγμα που συνήθως συμβαίνει στην ηλικία των επτά –οκτώ ετών.
Οι πληθυσμοί:
Σε έναν πληθυσμό αγριόγιδων συνήθως, δηλαδή εάν δεν συντρέχει κάποιος ειδικός λόγος, η αναλογία των δύο φύλων είναι λίγο πολύ η ίδια και γενικά τα άτομα ενός πληθυσμού μπορούν να χωριστούν κατά τον εξής τρόπο σε τέσσερις (4) κατηγορίες ηλικίας/ φύλου:
(α) Αρσενικά ενήλικα: Αρσενικά μεγαλύτερα των δύο ετών,
(β) Θηλυκά ενήλικα: Θηλυκά μεγαλύτερα των δύο ετών,
(γ) Χρονιάρικα (Βετούλια): Άτομα μεγαλύτερα του ενός έτους και μικρότερα των δύο ετών ανεξαρτήτως φύλου,
(δ) Κατσίκια: Άτομα ίσα ή μικρότερα του ενός έτους ανεξαρτήτως φύλου.
Συνήθως –αλλά όχι απαραίτητα- σε έναν πληθυσμό αγριόγιδου στην Ελλάδα η πληθυσμιακή σύνθεση έχει ως εξής:
Ο ρόλος και των δύο φύλων για την εξασφάλιση του μέλλοντος ενός πληθυσμού αγριόγιδων είναι δεδομένος. Ωστόσο, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι οι γεννήσεις σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον διαθέσιμο αριθμό των θηλυκών που είναι ίσα ή μεγαλύτερα των 4 ετών. Επομένως σε έναν πληθυσμό αγριόγιδων που αποτελείται π.χ. από 100 άτομα, εκείνα τα οποία θα έχουν μια επιτυχημένη γέννα αυτή ή την επόμενη χρονιά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι πάνω από το 25- 30% του συνόλου. Επομένως, στην πραγματικότητα ο ανώτερος αριθμός γεννήσεων της επόμενης χρονιάς καθορίζεται -ως επί το πλείστο- από τον αριθμό των θηλυκών που σε καμία περίπτωση –υπό φυσιολογικές συνθήκες- δεν μπορεί να είναι πάνω από το 1/3 του συνολικού πληθυσμού. Στην πραγματικότητα το ποσοστό αυτό είναι λίγο μικρότερο μια και δεν αναμένεται να γεννήσουν επιτυχώς όλα τα θηλυκά.
Το ζευγάρωμα: Τα αγριόγιδα ζευγαρώνουν τους φθινοπωρινούς μήνες (αρχές Οκτωβρίου- αρχές Δεκεμβρίου). Κατά κανόνα κάθε ενήλικο αρσενικό διατηρεί μια περιοχή (επικράτεια) και ζευγαρώνει με τα μέλη ενός κοπαδιού που η επικράτειά του επικαλύπτεται -εν μέρει έστω- με τη δικιά του. Το φθινόπωρο είναι η μόνη περίοδος του έτους που κάθε κοπάδι θηλυκών συμβιώνει με ένα ενήλικο αρσενικό αγριόγιδο. Κατά την περίοδο αυτή σκοπός του κυρίαρχου αρσενικού –εκτός από αυτό καθεαυτό το ζευγάρωμα- είναι να εκδιώξει κάθε πιθανό διεκδικητή των μελών του «χαρεμιού» του και να «κρατήσει» με κάθε τρόπο το κοπάδι κοντά του. Πέρα όμως από αυτό το κλασσικό πρότυπο που ακολουθούν τα περισσότερα αρσενικά κατά την περίοδο του ζευγαρώματος, υπάρχει και ένα άλλο, εναλλακτικό πρότυπο. Σε αυτή την περίπτωση ένα ή δύο αρσενικά μαζί περιπλανώνται προς διάφορες κατευθύνσεις, χωρίς να χαρακτηρίζονται από χωροκρατικότητα, και επιδιώκουν να ζευγαρώσουν με όποια θηλυκά συναντήσουν στο δρόμο τους, αρκεί βέβαια αυτά να βρίσκονται σε φάση οίστρου.
Οι γεννήσεις: Τα θηλυκά γεννούν ένα μικρό έπειτα από περίπου 160- 170 ημέρες κυοφορίας, δηλαδή τον Μάιο. Στην πραγματικότητα στην Ελλάδα η περίοδος των γεννήσεων αρχίζει πολύ νωρίς (μέσα Απριλίου) κορυφώνεται στις αρχές Μαΐου και μπορεί να συνεχιστεί ως τις αρχές Ιουνίου.
Η δίαιτα: Τα αγριόγιδα τρέφονται κυρίως με διάφορα ποώδη φυτά και συμπληρωματικά και ανάλογα με την εποχή -και συνεπώς με τη διαθεσιμότητα της τροφής- με φύλλα πλατυφύλλων, βελόνες κωνοφόρων, κλαδάκια δέντρων, μπουμπούκια και λειχήνες.